- φιλόδειπνον
- φιλόδειπνοςfond of good dinnersmasc/fem acc sgφιλόδειπνοςfond of good dinnersneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλόδειπνος — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσει να παρακάθεται σε συμπόσια 2. αυτός που τού αρέσει να παραθέτει γεύματα σε άλλους 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόδειπνον η αγάπη για τα δείπνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. δωρό δειπνος] … Dictionary of Greek